Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΧΑΜΠΕΡΜΑΣ

 Διακυβέρνηση: Ένας ευφημισμός για το σκληρό πολιτικό δεσποτισμό


Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιμετωπίζοντας την κρίση χρέους, αναζητούν λύσεις σε μια «μεταδημοκρατική» κατεύθυνση, που εγείρει ζητήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης για τους θεσμούς της και τα μέσα που χρησιμοποιούν. Η συζήτηση που ακολουθεί θέτει αυτά τα ερωτήματα και επιχειρεί να τα απαντήσει.

Γιατί φοβάστε ότι η Άνγκελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζί υπέγραψαν στις 27 Οκτωβρίου ένα συμβιβασμό σε βάρος της δημοκρατικής νομιμότητας;

Είδαμε ήδη από τις Κάνες, ότι οι απειλές που θέτουν σε κίνδυνο το ευρώ τους υποχρέωσαν, θέλοντας και μη, να συνεργαστούν. Η ίδια η κ. Μέρκελ κατέληξε να λάβει υπόψη της ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση δεν διαθέτει τον υπερεθνικό έλεγχο που της αντιστοιχεί. Μια κοινή πολιτική οφείλει να επιτρέπει έναν καλύτερο συντονισμό και, την ίδια στιγμή, να συμβάλλει στην υπέρβαση των ανισορροπιών που υφίστανται ανάμεσα στις εθνικές οικονομίες, που τείνουν να απομακρυνθούν η μια από την άλλη, καθώς παρασύρονται από τις αποκλίσεις των οικονομικών μεγεθών. Η κ. Μέρκελ και ο κ. Σαρκοζί μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχουν μιλήσει για το μέλλον της ΕΕ παρά μόνο διατυπώνοντας αόριστες ιδέες, οι οποίες, επιπλέον, διαφέρουν μεταξύ τους. Ωστόσο, βαδίζουν προς την ίδια κατεύθυνση της ενισχυμένης διακυβερνητικής συνεργασίας. Το πρόβλημα είναι ότι θα μεταφραστούν σε μια σταδιακή απώλεια του ελέγχου των εθνικών κοινοβουλίων στα δημόσια οικονομικά. Πράγμα που είναι επικίνδυνο, γιατί η μεταρρύθμιση αυτή θα προκαλούσε ασφυξία σιγά – σιγά τον πνεύμονα της δημοκρατίας σε εθνική κλίμακα, χωρίς αυτή η απώλεια να αντισταθμίζεται με κάτι αντίστοιχοσε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Μετά την ανακοίνωση της ματαίωσης του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, ενισχύθηκε ο φόβος σας ότι η Ευρώπη περνάει σε μια μετά-δημοκρατική εποχή;

Παρακολούθησα με πολύ ενδιαφέρον τη φρίκη που προκάλεσε στους κόλπους της πολιτικής ελίτ η αναγγελία του δημοψηφίσματος αυτού. Γιατί ο φόβος που ξύπνησε βίαια αυτή η ξαφνική απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού, ήταν μήπως δινόταν η ευκαιρία σε ένα λαό φορτωμένο με μια προβληματική «θεραπεία», να εκδηλώσει την αντίστασή του. Η θεραπεία αυτή, πράγματι, είναι από δυο απόψεις προβληματική: από οικονομική και από πολιτική άποψη. Η περιοριστική πολιτική χωρίς την ώθηση ενός δημόσιου προγράμματος επενδύσεων στραγγαλίζει την ελληνική οικονομία. Από την άλλη, ο έλεγχος της τρόικας συνεπάγεται μια απώλεια κυριαρχίας που αλλάζει τα συνταγματικά δεδομένα, για την οποία ο λαός δεν έχει ερωτηθεί. Η Ελλάδα είναι, βέβαια, ειδική περίπτωση, αλλά η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι προάγγελος της μετάβασης από μια Ευρώπη των κυβερνήσεων σε μια Ευρώπη της διακυβέρνησης. Όμως, αυτή η όμορφη λέξη «διακυβέρνηση» δεν είναι παρά ένας ευφημισμός για μια σκληρή μορφή πολιτικού δεσποτισμού, που στηρίζεται στην αδύναμη νομιμοποίηση των διεθνών συνθηκών. Ας μη βγάζουμε, ωστόσο, από αυτή την ανάλυση λανθασμένα συμπεράσματα, όπως κάνουν ορισμένοι Γάλλοι φίλοι μου, που επαγγέλλονται έναν αριστερό δημοκρατικό εθνικισμό. Για τα μάλλον μικρά εθνικά κράτη, όπως τα δικά μας στην Ευρώπη, ένα πράγμα έχει σημασία: η «δημοκρατία σε μια χώρα» δεν είναι πια ικανή να αμυνθεί απέναντι στις επιταγές ενός καπιταλισμού που διαπερνούν τα εθνικά σύνορα.

Ποιες πολιτικές λύσεις έχει στη διάθεσή της η ΕΕ για να βγει από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση;

Δεν είμαι οικονομολόγος, αλλά και οι οικονομολόγοι ίσως να μην ξέρουν πώς ακριβώς αντιμετωπίζεται βραχυχρόνια μι «δημοσιονομική κρίση». Ωστόσο, έχουμε κάνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της κρίσης και, συνεπώς, η Γερμανία δεν θα έπρεπε να απαιτεί διαρκώς εγγυήσεις για να «καθησυχάσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές», όπως λέει. Ακόμη κι αν τις «καθησυχάσουμε», δεν θα έχουμε κερδίσει σπουδαία πράγματα. Δεν θα μπορέσουμε να ελέγξουμε τις χρηματοπιστωτικές αγορές, όσο δεν εξαλείφεται η νεοφιλελεύθερη ανισορροπία ανάμεσα στην πολιτική και τις αγορές. Από τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση, που την επιθυμούν οι πολιτικοί, είναι μη αναστρέψιμη, οφείλουμε να ανακτήσουμε την ελευθερία δράσης σ’ ένα υπερεθνικό επίπεδο, χωρίς, ωστόσο, να θυσιάσουμε τη δημοκρατία. Ένα πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι η αναμόρφωση της ΕΕ με αφετηρία τη μετατροπή της νομισματικής ένωσης σε υπερεθνικό οργανισμό με διευρυμένες αρμοδιότητες, αλλά με τρόπο που να ικανοποιεί τα δημοκρατικά κριτήρια νομιμοποίησης.

Οι ευρωπαίοι ηγέτες θεωρείτε ότι φοβούνται τη δημοκρατία;

Φοβούνται μήπως δεν εξασφαλίσουν την πλειοψηφία ή μήπως χάσουν την εξουσία. Υπό κανονικές συνθήκες, αυτός είναι ένας ρόλος που η δημοκρατία αναθέτει στα κόμματα. Αυτό που θα έπρεπε μάλλον να φοβόμαστε, είναι μήπως οι πολιτικοί άνδρες και γυναίκες μας δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τον εξαιρετικό χαρακτήρα της κατάστασης και να αδράξουν την ευκαιρία που ενυπάρχει στην κρίση. Για πρώτη φορά τα οικονομικά προβλήματα μας υποχρεώνουν σε μια δημόσια συζήτηση για τους φόβους που αφορούν το μέλλον της Ευρώπης. Ίσως έχει σημάνει, επιτέλους, η ώρα της γένεσης της ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας. Οι πολιτικές ηγεσίες θα όφειλαν να φανούν ικανές να ανοίξουν τις προοπτικές μιας αναδιοργάνωσης της Ευρώπης –και να δείξουν ότι έχουν το θάρρος να πάνε κόντρα στο ρεύμα, αν χρειαστεί, αντί να τρέχουν πίσω από τις δημοσκοπήσεις κυνηγώντας την πλειοψηφία. Και θα το όφειλαν ακόμα περισσότερο, γιατί η αντίσταση των λαϊκιστών της δεξιάς σε ένα βάθεμα της ευρωπαϊκής συνεργασίας αντιμετωπίζεται μόνο με ισχυρές αντιπαραθέσεις – ακόμα και μέσα στις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα.


* Δημοσιεύτηκε στη «Λε Μοντ» (18-11-2011)

Πηγή: Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια: