Στις 7/4/2015, δημοσιεύθηκε η απόφαση του ΣτΕ στην προσφυγή της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ, της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΑΠΘ και μιας λίστας 115 μελών ΔΕΠ με την οποία το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κρίνει στην ουσία αντισυνταγματικό τον νόμο 4264/2014, ακυρώνοντας έτσι τη δυνατότητα μετεγγραφής για πάρα πολλές κοινωνικές κατηγορίες. Μπροστά σε αυτή την πρωτοφανή κίνηση, πρέπει να τονίσουμε τα εξής σημεία. Κατ’αρχήν, πρέπει να τονίσουμε ότι ο νόμος αυτός, παρά το κοινωνικά θετικό πρόσημό του, πέρασε προεκλογικά από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ σε μια προσπάθεια επηρεασμού συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους. Παράλληλα, με μια σειρά αποφάσεών του όλο το προηγούμενο διάστημα, το ΣτΕ έχει αποδείξει τη σκληρά συντηρητική και συστημική τοποθέτησή του απέναντι σε καίρια κοινωνικά αιτήματα. Αποφάσεις όπως αυτή για την ΕΡΤ, τις Σκουριές και άλλες αποδεικνύουν την πάγια άρνησή του να παρέχει ουσιαστική έννομη προστασία σε όποια διεκδίκηση και όποιο δικαίωμα προέρχεται απ’ τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας.
Άρα, συνδυάζοντας τα δύο παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πώς με αυτή την απόφαση του το ΣτΕ έρχεται να εξυπηρετήσει τον πολιτικό σχεδιασμό της ΝΔ, δημιουργώντας απ’ το πουθενά ένα μεγάλο πρόβλημα τόσο στις κοινωνικές κατηγορίες που ο 4264/2014 κάλυπτε όσο και σε κεντρικοπολιτικό επίπεδο. Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε, είναι το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης. Συγκεκριμένα, η ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος στην οποία προβαίνει η Ολομέλεια του ΣτΕ καταλήγει στη διατύπωση δύο πάρα πολύ συγκεκριμένων αξόνων* που στην πραγματικότητα ξαναγράφουν το άρθρο, δεν δικαιολογούνται από κανενός είδους μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης ενός νόμου, ξεπερνώντας έτσι στην ουσία τα άκρα όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Επίσης, αν και πράγματι οι υλικοτεχνικές δομές των ιδρυμάτων, και δη των αρχιτεκτονικών σχολών που προσέφυγαν, δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών όλων των φοιτητών, πάγια διεκδίκησή μας είναι να μπορούν να σπουδάσουν όλοι οι φοιτητές με αξιοπρεπείς όρους. Ο ισχυρισμός λοιπόν της διοικητικής και υλικοτεχνικής ανεπάρκειας δεν μπορεί να αποκόπτει τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα απ’ την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σημαντικότερη όμως είναι η αρνητική επίδραση που έχει αυτή η απόφαση σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Αυτό που ουσιαστικά κάνει είναι να επιτίθεται στις πραγματικές ανάγκες χιλιάδων οικογενειών που στο πλαίσιο της οξυμένης οικονομικής κρίσης, και όντας τρίτεκνες, πολύτεκνες κτλ, δεν μπορούν να υποστηρίξουν τις σπουδές των παιδιών τους μακριά από την οικογενειακή εστία. Ειδικότερα, στο χρονικό σημείο στο οποίο λαμβάνεται, ακυρώνει τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό πολλών φοιτητών αλλά και μαθητών, καθώς εμμέσως πλην σαφώς εκβιάζει τους τελευταίους να επιλέξουν όχι μόνο τμήμα αλλά ακόμα και αντικείμενο σπουδών με βασικό κριτήριο την εγγύτητα στον τόπο κατοικίας. Ως Αριστερή Ενότητα έχουμε βρεθεί και θα βρισκόμαστε ενάντια σε κάθε μέτρο που βάζει ταξικούς/οικονομικούς περιορισμούς στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θεωρούμε ότι οι Φοιτητικοί Σύλλογοι ανά την επικράτεια αλλά και η ακαδημαϊκή κοινότητα ως σύνολο πρέπει να αντιτεθεί δυναμικά στην εφαρμογή της συγκεκριμένης απόφασης.
Στόχος μας είναι να το επόμενο διάστημα να μπλοκαριστούν στην πράξη τυχόν αντίστοιχες προσπάθειες προσφυγής κατά των μετεγγραφών από άλλα τμήματα ή ιδρύματα. Επιπλέον ως μακροπρόθεσμο στόχο έχουμε την αναβάθμιση και ενίσχυση ποιοτικά και ποσοτικά της φοιτητικής μέριμνας για όλους τους φοιτητές- σπουδαστές ανά την επικράτεια, καθώς και την πρόσληψη του απαραίτητου διδακτικού και διοικητικού προσωπικού για την εκπαιδευτική διαδικασία, ώστε να μην μπαίνουν πραγματικά ταξικοί φραγμοί στο δικαίωμα του καθενός και της καθεμιάς να σπουδάσει σε όποια πόλη της επικράτειας επιθυμεί.
Συγκεκριμένα, η επιστροφή στις Σχολές μετά τις πασχαλινές διακοπές πρέπει να συνοδευτεί από ένα κύμα Γενικών Συνελεύσεων και κινητοποιήσεων εντός των Συλλόγων το οποίο θα στοχεύει όχι μόνο στην νομοθετική επαναβεβαίωση του ευνοϊκού καθεστώτος που εισήγαγε ο 4264/2014 και την διεύρυνση των κριτηρίων του αλλά και στην μη εφαρμογή της απόφασης στην πράξη.
*(«χάριν προστασίας της εύρυθμης λειτουργίας και σεβασμού της πλήρους αυτοδιοικήσεως των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, το άρθρο 16 του Συντάγματος επιβάλλει στον νομοθέτη κατά τη θέσπιση των διατάξεων περί μετεγγραφών:
α) να προβλέπει ανώτατο όριο για τις καθ’ έκαστο ακαδημαϊκό έτος επιτρεπόμενες μετεγγραφές, το οποίο ευλόγως δεν δύναται να υπερβαίνει -συνολικά για τα εξάμηνα σπουδών- ποσοστό 10% επί των κατά το ίδιο ακαδημαϊκό έτος εισαγομένων σε κάθε Σχολή ή Τμήμα υποδοχής και
β) να καθιστά τα όργανα των Σχολών και των Τμημάτων υποδοχής αποφασιστικώς αρμόδια για να εκτιμούν, με ειδικώς αιτιολογημένη κρίση και χωρίς υποχρέωση εξαντλήσεως του ως άνω ορίου, αν και σε ποιο βαθμό επιτρέπουν οι λειτουργικές δυνατότητες τους τη διενέργεια μετεγγραφών κατά το συγκεκριμένο ακαδημαϊκό έτος και ακολούθως να αποφασίζουν επί των σχετικών αιτήσεων των ενδιαφερομένων συνεκτιμώντας και την επίδοση εκάστου εξ αυτών στις σπουδές του».)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου